μεγαλόσχημος

μεγαλόσχημος
-η, -ο (ΑM μεγαλόσχημος, -ον)
1. μεγάλος στη μορφή ή στην εμφάνιση, ογκώδης
2. (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό τού ασκητικού βίου, αλλ. μεγαλοσχήμων
νεοελλ.
1. αυτός που εμφανίζεται σαν σπουδαίος, σπουδαιοφανής
2. αυτός που έχει μεγάλο αξίωμα χωρίς να τό αξίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + σχῆμα (πρβλ. εύ-σχημος, κακό-σχημος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλόσχημος — magnificent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόσχημος — η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλο σχήμα: Μεγαλόσχημα τούβλα. 2. (εκκλησ.), ο μοναχός που βρίσκεται στην ανώτατη μοναχική βαθμίδα. 3. μτφ., αυτός που κατέχει υψηλό αξίωμα: Κανένας μεγαλόσχημος δε βοήθησε το χωριό μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλόσχημον — μεγαλόσχημος magnificent masc/fem acc sg μεγαλόσχημος magnificent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσχήμους — μεγαλόσχημος magnificent masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσχήμων — μεγαλόσχημος magnificent masc/fem/neut gen pl μεγαλοσχήμων magnificent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Degrees of Eastern Orthodox monasticism — Part of a series on Eastern Christianity …   Wikipedia

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοσχήμων — ον (Α μεγαλοσχήμων, ον) (για μοναχό) μεγαλόσχημος* αρχ. μεγαλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ σχήμων] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοσχημοσύνη — μεγαλοσχημοσύνη, ἡ (Μ) [μεγαλόσχημος] το να φορά κάποιος την κουκούλα, το μέγα σχήμα, γνώρισμα τής ανώτατης τάξης τών μοναχών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”