- μεγαλόσχημος
- -η, -ο (ΑM μεγαλόσχημος, -ον)1. μεγάλος στη μορφή ή στην εμφάνιση, ογκώδης2. (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό τού ασκητικού βίου, αλλ. μεγαλοσχήμωννεοελλ.1. αυτός που εμφανίζεται σαν σπουδαίος, σπουδαιοφανής2. αυτός που έχει μεγάλο αξίωμα χωρίς να τό αξίζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + σχῆμα (πρβλ. εύ-σχημος, κακό-σχημος)].
Dictionary of Greek. 2013.